τουρνουά

τουρνουά
tournoi

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • τουρνουά — το, Ν κύκλος αγώνων, διοργάνωση αθλητικών συναντήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tournoi < ρ. tournoyer «περιφέρομαι, περιπλανώμαι»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • τένις — Αθλοπαιδία, στην οποία οι αθλητές χτυπούν, με τη βοήθεια ρακέτας, μια μπάλα. Παίζεται σε ειδικό γήπεδο, το λεγόμενο κορτ. Πρόδρομος του τ. ήταν μια αθλοπαιδία, με μπάλα επίσης, που την έριχναν επάνω από ένα δίχτυ με την παλάμη. Η αθλοπαιδία αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Μπέκερ, Μπόρις — (1967 –). Πρωταθλητής τένις. Ο Μπόρις Μπέκερ γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου του 1967 στο Λάιμεν της τότε Δυτικής Γερμανίας και υπήρξε ο νεότερος αθλητής που κατακτά το φημισμένο τουρνουά του Γουίμπλεντον· ήταν ακόμη 17 ετών και επτά μηνών όταν… …   Dictionary of Greek

  • Μποργκ, Μπγιορν — (Σοντερτάλιε, Σουηδία 1956 –). Σουηδός τενίστας. Κυριάρχησε όσο λίγοι στο άθλημά του, στη δεκαετία του 1970, υπήρξε πρότυπο επαγγελματία αθλητή με εξαιρετική προσωπικότητα, ενώ αποσύρθηκε από τα γήπεδα σε ηλικία μόλις 27 ετών, στο τέλος του 1983 …   Dictionary of Greek

  • Tournoi Acropolis — Infobox compétition sportive Tournoi Acropolis Sport Basket ball Création 1986 Organisateur(s) Fédération grecque de basket ball Catégorie Continental …   Wikipédia en Français

  • βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • Γκραφ, Στέφι — (Steffi Graff, Μανχάιμ 1969 –). Γερμανίδα τενίστρια. Ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1983, σε ηλικία μόλις 14 ετών, ως η νεότερη επαγγελματίας τενίστρια στον κόσμο. Στους Ολυμπιακούς αγώνες της Σεούλ, το 1988, κατέκτησε το χρυσό… …   Dictionary of Greek

  • Λακόστ, Ρενέ — (René Lacoste, Παρίσι 1904 – 1996). Γάλλος τενίστας και επιχειρηματίας. Από τα πρώτα κιόλας βήματα της αθλητικής του καριέρας πέτυχε σημαντικές νίκες, ενισχύοντας τη θέση της χώρας του στα τουρνουά τένις που διεξάγονταν στη δεκαετία του 1920. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Ένροου, Τζον — (John Patrick McEnroe, Jr., Βισμπάντεν, Γερμανία 1959 –). Αμερικανός αθλητής της αντισφαίρισης (τένις). Γεννήθηκε στην πρώην Δυτική Γερμανία, καθώς ο πατέρας του υπηρετούσε στη βάση που είχε εκεί η πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Αριστερόχειρας και… …   Dictionary of Greek

  • Μουρούτσος, Μιχάλης — (Λαγκάδια Γορτυνίας 1980 –). Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα τάε κβον ντο. Άρχισε να ασχολείται με το τάε κβον ντο σε ηλικία επτά, μόλις, ετών, έχει μαύρη ζώνη με τρία νταν και αγωνίζεται στην κατηγορία έως 58 κιλά. Το 1997 αναδείχθηκε πρώτος νικητής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”